λαγαρίζω

λαγαρίζω
(Μ λαγαρίζω) [λαγαρός]
καθιστώ κάτι διαυγές και καθαρό, καθαρίζω κάτι από ξένες ουσίες, ραφινάρω, λαμπικάρω
νεοελλ.
1. (για υγρό) γίνομαι διαυγής
2. (σχετικά με λογαριασμούς) κάνω εκκαθάριση, εκκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαγαρίζω — λαγάρισα, λαγαρισμένος 1. καθαρίζω υγρό, φιλτράρω: Λαγάρισε το νερό για να μπορέσει να το πιει. 2. ξεκαθαρίζω: Λαγάρισε τους λογαριασμούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαγάρισμα — το (Μ λαγάρισμα) [λαγαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λαγαρίζω, καθάρισμα, λαμπικάρισμα, ραφινάρισμα, απαλλαγή από κάθε ξένη ουσία …   Dictionary of Greek

  • ξελαγαρίζω — 1. λαγαρίζω, ξεκαθαρίζω κάτι 2. αποκτώ διαύγεια, καθίσταμαι καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + λαγαρίζω «καθαρίζω, γίνομαι διαυγής»] …   Dictionary of Greek

  • αλαγάριστος — η, ο [λαγαρίζω] (για υγρά και μέταλλα) αυτός που δεν διυλίστηκε ή δεν αποστάχθηκε, ακατακάθιστος, ακαθάριστος, θολός, θαμπός (π. χ. «αλαγάριστο κρασί» και μτφ. «αλαγάριστες ιδέες», συγκεχυμένες, μπερδεμένες) …   Dictionary of Greek

  • αφέψω — ἀφέψω (Α) [έψω] 1. καθαρίζω κάτι με βράσιμο, διυλίζω, λαγαρίζω 2. (κυρίως για τον χρυσό αλλά και μτφ.) ραφινάρω, βράζω κάτι ώσπου να απαλλαγεί από τη σκουριά, τις ακαθαρσίες ή και τις ξένες προσμίξεις 3. καταναλώνω ή ελαττώνω κάτι αφήνοντας να… …   Dictionary of Greek

  • κατασταλάζω — (Μ κατασταλάζω) νεοελλ. 1. κατακάθομαι, κατεβαίνω στον πυθμένα 2. γίνομαι διαυγής, λαγαρίζω, ξαστερώνω 3. καταλήγω («χωρίς να κατασταλάξει το ξεφάντωμα στην κουβέντα και στο τραγούδι», Παλαμ.) μσν. πέφτω κατά σταγόνες …   Dictionary of Greek

  • λαγαριστής — ο [λαγαρίζω] αυτός που καθαρίζει κάτι από ξένες ουσίες …   Dictionary of Greek

  • λαγαριστός — ή, ό (Μ λαγαριστός, ή, όν) [λαγαρίζω] καθαρισμένος, λαμπικαρισμένος, απαλλαγμένος από ξένες ουσίες …   Dictionary of Greek

  • μυριολαγάριστον — μυριολαγάριστον, τὸ (Μ) πολύ μεγάλη καθαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *μυριολαγάριστος (< μυρι(ο) * + λαγαριστός < λαγαρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μυριολαγαρισμένος — μυριολαγαρισμένος, η, ον (Μ) πάρα πολύ καθαρισμένος, λαμπικαρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + λαγαρισμένος, μτχ. παρακμ. τού λαγαρίζω «καθαρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”